ΕΙΔΗΣΕΙΣ

To ίδιο έργο, διαφορετικά συναισθήματα – ΤΑ ΝΕΑ

yyy

Παρακολουθώντας προσφάτως μια ταινία την οποία γνωρίζω πολύ καλά γιατί την έχω δει πολλές φορές κατά τη διάρκεια των περίπου 40 ετών από τότε που την είδα για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1980, βρέθηκα σε μια πρωτόγνωρη ψυχική κατάσταση που νομίζω αξίζει τον κόπο να περάσει στις γραμμές της ανά χείρας στήλης. Αναφέρομαι στην «Τσάιναταουν», την τελευταία ταινία που ο πολωνός σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι γύρισε πριν από μισό αιώνα στην Αμερική, χώρα από την οποία μερικά χρόνια αργότερα έφυγε κακήν κακώς και στην οποία δεν ξαναγύρισε ποτέ εξαιτίας ενός μυστηριώδους και πολύ δυσάρεστου σεξουαλικού σκανδάλου – πράγματα με τα οποία το κείμενο ουδόλως πρόκειται να ασχοληθεί διότι δεν είναι το θέμα του.

Αυτή η τελευταία θέαση της «Τσάιναταουν» από μένα έγινε την περασμένη Παρασκευή στον κινηματογράφο Νέα Ελβετία στον Βύρωνα, στο πλαίσιο της σειράς προβολών που η κινηματογραφική λέσχη τού εκεί δήμου εδώ και μερικά χρόνια πραγματοποιεί υπό την επίβλεψη του σκηνοθέτη και φίλου Στέλιου Χαραλαμπόπουλου που κάνει τον προγραμματισμό (θυμίζω ότι το ντοκιμαντέρ του «Ο κόκκινος δάσκαλος» θριαμβεύει αυτή την περίοδο στις αίθουσες). Στο τέλος κάθε προβολής της λέσχης ο Χαραλαμπόπουλος συνομιλεί με το κοινό έχοντας πάντοτε μαζί του έναν καλεσμένο, στη θέση του οποίου αυτή τη φορά θα βρισκόμουν εγώ, όπως είχα ξαναβρεθεί στο παρελθόν. Τις δύο προηγούμενες φορές που είχα κληθεί για να μιλήσω πήγα στο τέλος της προβολής παρακολουθώντας είτε λίγο από την ταινία ή και καθόλου. Την περασμένη Παρασκευή ωστόσο πήγα από την αρχή επειδή είχα την περιέργεια να ξαναδώ τη συγκεκριμένη ταινία σε μεγάλη οθόνη αίθουσας και με κοινό. Θα μείνω λίγο στην ίδια την ταινία. Γυρισμένη το 1973, η «Τσάιναταουν» περιγράφει τη δαιδαλώδη υπόθεση εγκλήματος μέσα στην οποία θα βρεθεί ο Τζέι Τζέι Γκίτις (Τζακ Νίκολσον), ένας κυνικός αλλά κατά βάση αθώος ιδιωτικός ντετέκτιβ του Λος Αντζελες της δεκαετίας του 1930, ο οποίος εξαιτίας της αφοσίωσής του στους ηθικούς κώδικες που ανέκαθεν υπερασπιζόταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αστυνομικό σώμα στο οποίο χειριζόταν υποθέσεις της εισαγγελίας. Ο ντετέκτιβ είναι το τραγικό πρόσωπο αυτής της ιστορίας, αλλά δεν είναι το μόνο. Είναι και η γυναίκα που εμπλέκεται στην υπόθεση, η «μοιραία» γυναίκα όπως αποκαλούμε τις κεντρικές ηρωίδες των αστυνομικών φιλμ νουάρ, είδος στο οποίο η «Τσάιναταουν» ανήκει. Η Εβελιν Μόλρεϊ, την οποία υποδύεται μια σαγηνευτική Φέι Ντάναγουεϊ, είναι μια γυναίκα που, όπως της λέει ο Γκίτις, «κάτι κρύβει»· και είναι αλήθεια, μόνο που, όπως καταλαβαίνουμε ενώ η ταινία προχωρά, έχει κάθε λόγο για να το κάνει.

Το τι κρύβει η Εβελιν Μόλρεϊ δεν θα το πω, σεβόμενος τους αναγνώστες που δεν έχουν δει ακόμα αυτό το αριστούργημα. Θα πω όμως ότι αυτή η γυναίκα, σε κάποια σκηνή της ταινίας, κατάφερε σ’ αυτή την τελευταία θέαση να με κάνει να… ξεσπάσω σε λυγμούς, παρότι η «Τσάιναταουν» είναι μια ταινία που έχω δει τουλάχιστον 30 φορές, χωρίς ποτέ, μα ποτέ, να μου προκαλέσει έστω και μισό δάκρυ. Το γεγονός ότι ξέρω τι κρύβει η Εβελιν Μόλρεϊ και πονάει, άρα γι’ αυτό νιώθω συγκίνηση προς αυτήν, μπορεί και να ισχύει, αλλά, βρε παιδί μου, πώς είναι δυνατόν να κλάψω αφού έχω δει την ταινία ίσαμε 30 φορές;

Πώς είναι δυνατόν να συγκινηθώ απέναντι σε κάτι που με έθλιβε μεν αλλά ποτέ δεν με είχε ταρακουνήσει έτσι όπως συνέβη στην προβολή του Βύρωνα;

Στην πραγματικότητα η απάντηση είναι πολύ απλή· όπως όταν κάτι που ψάχνεις βρίσκεται μπροστά αλλά δεν το βλέπεις. Υποτίθεται ότι οποιοδήποτε έργο τέχνης, μια ταινία, ένα βιβλίο, ένας πίνακας, ένα τραγούδι, άπαξ και δημιουργηθεί, μένει για πάντα αυτό που είναι, το ίδιο. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τους αποδέκτες του. Εκείνοι αλλάζουν. Μεγαλώνουν. Σκέφτονται διαφορετικά. Αλλιώς αντιλαμβάνονται τη ζωή στα 20 και αλλιώς στα 50. Επομένως, η ταινία που είδαν στα 20 και τους ενθουσίασε επειδή π.χ. ο πρωταγωνιστής της ήταν καλοντυμένος ή κάπνιζε με στυλ και έλεγε ωραίες ατάκες, δεν θα είναι η ίδια όταν την ξαναδούν στα 50 τους προσέχοντας ευαίσθητα σημεία της που τώρα τους συγκινούν με έναν άλλο τρόπο. Αρα, το παράξενο αλλά και τόσο γοητευτικό είναι ότι, κατά κάποιο τρόπο, ακόμα και η ίδια η ταινία τελικά αλλάζει, αφού με το να νιώσουμε διαφορετικά απέναντί της ξαναβλέποντάς την είναι σαν να νιώσαμε έτσι επειδή είδαμε κάτι «άλλο».

Και εκεί, τελικά, ίσως να βρίσκεται η μυστηριώδης μαγεία της πραγματικής τέχνης.

Τελευταία Νέα

Source link

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button