ΕΛΛΑΔΑ

Η δική μου Αθήνα – Επανέρχεται και… εκδικείται

yyy

Λόντρα – Παρίσι – Νιουγιόρκ – Βουδαπέστη – Βιέννη

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή».

Κ. Καβάφης

Εζησα δύο Αθήνες. Μια «φτωχή και ανυπεράσπιστη» και μια που ορθώνεται και διεκδικεί να πάρει το αίμα της πίσω. Μια που απαξιώθηκε και μισήθηκε σαν άσχημη και αβίωτη και μια που σταδιακά μας προκαλεί να την αγαπήσουμε και μας το παίζει σέξι. Αυτή η δεύτερη, η «αντίστροφη», αρχίζει να κάνει δειλά την εμφάνισή της το ’90 και σήμερα αποκτά διαστάσεις ανεξέλεγκτες.

«Φτωχή» γιατί μετά από δύο πολέμους και έναν Εμφύλιο δεν υπήρξαν οι πόροι για έργα υποδομής και μακροχρόνιου σχεδιασμού. «Ανυπεράσπιστη» μπροστά στους ειδικούς, μοντέρνους πολεοδόμους γιατί δεν συμφωνούσε με τα δικά τους οράματα.

Μια Αθήνα του ’70, ’80 με επισκέπτες μόνο για την Ακρόπολη και μια του 2020 με επισκέπτες παντού, που δεν ξέρει πώς να τους διαχειριστεί. Μια αβίωτη πόλη που την εγκατέλειψαν για τα προάστια, που μεταλλάχθηκε σταδιακά σε μια θελκτική και λατρεμένη πόλη και που πρωταγωνιστεί στις επιλογές των νέων νομάδων του Διαδικτύου.

Σε τι οφείλεται αυτή η αντίστροφη;

Την Αθήνα τη γνώρισα κατά ριπάς.

Στο δημοτικό, μέσα από τη γιαγιά μου, έζησα στην περιοχή Ομόνοιας και Λουμπαδιάρη.

Στο γυμνάσιο, στο Πειραματικό στη Σκουφά, απέναντι από τον Αγιο Διονύσιο, το Dolce/Φίλιον και αργότερα στα Εξάρχεια φοιτητής στο ΕΜΠ.

Εμελλε πολύ αργότερα να καταλάβω πως αυτές οι μικρές ψηφίδες έκρυβαν μέσα τους την ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης και του χαρακτήρα της.

Η τοπογραφία της λεκάνης της Αττικής και το άνοιγμα προς τη θάλασσα δεν άλλαξε στα 50 αυτά χρόνια. Παραμένει και αντιστέκεται παρά τις φωτιές στα γύρω βουνά και τον καταστροφικό κυκλοφοριακό κόμβο στο τέλος της Συγγρού, στο Φάληρο, που της στέρησε την άμεση σχέση με τη θάλασσα.

Η βόλτα από την αγορά της Ομόνοιας, στο καφέ του Πικιώνη, που με πήγαινε η γιαγιά μου για να συναντήσει τις φίλες της δεν άλλαξε. Το καφέ του Πικιώνη παραμένει κλειστό, αλλά η μνήμη του παραμένει έντονα σαν χώρος υψίστης γοητείας. Ενας χώρος ενός μεγάλου αρχιτέκτονα που με τα έργα Ακροπόλεως έβαλε την ελληνική αρχιτεκτονική στο κέντρο διεθνών αναζητήσεων. Στο βιβλιοπωλείο της σχολής μας στο Λονδίνο δύο βιβλία υπήρχαν για την Αθήνα. Του Κωσταντίνου Δοξιάδη για τις χαράξεις των αρχαίων στην Ακρόπολη και τα έργα του Πικιώνη στη περιοχή της Ακρόπολης. Με αφορμή τον Λουμπαδιάρη άρχισε μέσα μου να ξεμπλέκεται η αναφορά στις ρίζες και ο δυϊσμός μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Με πρωταγωνιστή τον Πικιώνη και το βλέμμα του προς την Ανατολή να φτάνει υπόγεια μέχρι Ιαπωνία. Μια γεύση κοσμοπολιτισμού και Ανατολής που ξεδιπλώνεται αργότερα και στην παιδική χαρά Φιλοθέης.

Η Σκουφά, ένας δρόμος στενός, που απέναντι από το εσωστρεφές σχολείο στέκεται ένας εκτός κλίμακας μεγαλοπρεπής ναός.

Ενας ναός που πολύ αργότερα θα συνειδητοποιήσω την εντελώς παράδοξη θέση του στον ιστό της πόλης. Σε οποιονδήποτε πολεοδομικό σχεδιασμό η είσοδος του ναού θα αντιστοιχούσε σε έναν άξονα που θα έφτανε μέχρι το Σύνταγμα. Και εδώ η τελετουργική σκάλα του ξεχειλίζει σε ένα στενό πεζοδρόμιο καταλήγοντας άδοξα και άτσαλα στον δρόμο.

Αυτή την τρελή παραδοξότητα άργησα να την εντοπίσω. Αργότερα τη συνάντησα και στη Μητρόπολη, όπου πάλι ο άξονας της εισόδου καταλήγει σε τυφλές μεσοτοιχίες. Αυτές οι παραδοξότητες κατέληξαν να χαρακτηρίζουν την Αθήνα και να της δίνουν μια ιδιαίτερη ταυτότητα.

Τέλος, τα Εξάρχεια και ο τυπικός ιστός της αθηναϊκής γειτονιάς με μικρό οικοδομικό τετράγωνο, πολλούς μικρούς δρόμους και μικρές πολυκατοικίες σε συνεχές σύστημα. Μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή και λειτουργούσε ανάμεικτα φέρνοντας αβίαστα τυχαίες συναντήσεις και αίσθημα ασφάλειας και ανεμελιάς.

Τα θεωρούσα αυτονόητα όλα αυτά μέχρι να επισκεφθώ της μεταπολεμικές πολεοδομικές επεμβάσεις και να νιώσω τη μοναξιά, τον φόβο και τελικά την εγκατάλειψη.

Η συζήτηση γύρω από αυτή την παταγώδη αποτυχία των μοντέρνων πολεοδομικών προτάσεων έστρεψε το ενδιαφέρον στις πόλεις που συνέχιζαν να σφύζουν από ζωή.

Ανάμεσα σε αυτές δειλά δειλά άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και η Αθήνα.

Την υπεράσπισή της ανέλαβαν ξένοι.

Εκεί άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η ανυπεράσπιστη Αθήνα βρήκε υπερασπιστές.

Η κοινωνικότητα απέναντι στη μοναξιά των μοντέρνων πολεοδομικών προτάσεων έφερε την Αθήνα από τα αζήτητα στο κέντρο της προσοχής. Ο Κένεθ Φράμπτον την εκθειάζει και οι ξένοι επισκέπτες ανακαλύπτουν μια ζωντάνια που την αποδίδουν στη δομή της. Στο μικρό οικοδομικό τετράγωνο, στους πολλούς μικρούς δρόμους και μικρές πολυκατοικίες που εποπτεύουν τον δημόσιο χώρο με πόρτες και παράθυρα να τον περιβάλλουν.

Αυτά τα χωρικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν κοινωνικότητα και ασφάλεια αποκτούν τεράστια αξία για τις πόλεις τη νέα εποχή του Διαδικτύου. Η χωρική απομόνωση που επιβάλλει η οθόνη βρίσκει διέξοδο στον φυσικό υλικό χώρο και στη ζωντάνια που αυτός προκαλεί.

Μοιάζει με την εκδίκηση της Αθήνας. Εκδίκηση σε αυτούς που την απαξίωσαν. Απομένει σε εμάς όλους να αξιοποιήσουμε αυτές τις εν δυνάμει δυνατότητές της. Η Βαρκελώνη, με τα τεράστια οικοδομικά τετράγωνα, σούπερ μπλοκς, τα διασχίζει με πεζόδρομους στο εσωτερικό τους. Εμείς μπορούμε να κινηθούμε αντίστροφα. Μεγεθύνοντας τον κάνναβο των δρόμων για το αυτοκίνητο και αποδίδοντας τους ενδιάμεσους δρόμους στους κατοίκους.

Ισως από τύχη, η Αθήνα επανέρχεται και διεκδίκησε μια περίοπτη θέση στις ωραίες πόλεις. Αρκεί να το καταλάβουμε και να γίνουμε δημιουργικοί, αποδεχόμενοι τα δομικά στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Να πάψουμε να γκρινιάζουμε και να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο. Η Αθήνα αρέσει και θα δεχτεί πιέσεις τα χρόνια που έρχονται. Είναι στο χέρι μας να χειριστούμε δημιουργικά αυτή τη νέα φάση.

Πρόσφατα η Αθήνα πρώτευσε σε μια έρευνα για τη μυρωδιά της πόλης. Ηταν οι ανθισμένες νεραντζιές που έκλεψαν την παράσταση.

Ο Ανδρέας Κούρκουλας είναι αρχιτέκτονας,

ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ

Τελευταία Νέα

Source link

Related Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Back to top button