Στην Αναστασία Κοτανίδου
Στον Θοδωρή Χρήστου Ντούμα
Οταν ο Τάσος Λειβαδίτης έγραφε, γύρω στα 1982, τους αριστουργηματικούς του στίχους «”Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων;” τον ρώτησα /”Εχασα τον δρόμο” μου απάντησε», εννοώντας σαφέστατα πως μόνον όσοι δεν ακολουθούν την «πεπατημένη», οι απροσάρμοστοι, οι κατά Χριστόν «σαλοί» προορίζονται να ζήσουν ή να πραγματοποιήσουν το θαύμα, ο Αναστάσιος ως Επίσκοπος Τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως βρισκόταν στην Ουγκάντα, έχοντας βάλει τα θεμέλια ενός ιεραποστολικού έργου, που τα επόμενα σαράντα χρόνια θα έπαιρνε τις διαστάσεις που όλοι ήδη γνωρίζουμε. Διαστάσεις ακόμη συγκλονιστικότερες αν σκεφτεί κανείς πως, μεσούντος του εικοστού αιώνα, παρά τις τρομακτικές έως αδιανόητες εξελίξεις που έχουν στο μεταξύ πραγματοποιηθεί από τα χρόνια του Χριστού, χωρίς καμιά ιδιαίτερη έμφαση ή υπογράμμιση από πλευράς του, το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, έκανε σε παγκόσμιο επίπεδο, αν όχι συνειδητό, αντιληπτό οπωσδήποτε, πως ένας άνθρωπος μόνος του, χωρίς καν δώδεκα αγράμματους ψαράδες, θα μπορούσε να ολοκληρώσει ένα έργο που θα χρειαζόταν πλήθη ανθρώπων για να πραγματοποιηθεί. Χωρίς να τον πτοεί το γεγονός πως όταν θα είχε ολοκληρωθεί το έργο αυτό και πάλι οι ευεργετημένοι και οι ανακουφισμένοι θα παρέμεναν ένα ασήμαντο ποσοστό σε σχέση με τις στρατιές των αναξιοπαθούντων και των βασανισμένων. Εχοντας στο μεταξύ κατορθώσει κάτι επιπλέον εξαιρετικά πολύτιμο, ότι ο ψίθυρος και η πραότητα που μετέρχονταν ως τα κυριότερα όπλα του προκειμένου να υπηρετήσει το όραμά του, θα έχουν εξελιχθεί, έστω ως προς το άκουσμά τους μόνο, σε βροντή, όταν οι συνειδητοποιημένες ως αποτελεσματικές για την κατάκτηση ενός σκοπού βροντές θα είχαν αποδειχθεί όχι μόνον αχρείαστες αλλά και καταστροφικές.
Επειδή πάντα η διασημότητα ενός ανθρώπου μάς κρατά επιφυλακτικούς απέναντί του σε σχέση με τους τρόπους που μπορεί να έχει κατακτηθεί, στον Αναστάσιο ακυρωνόταν απολύτως η εντύπωσή της καθώς συνειδητοποιούσες είτε ερχόσουν σε επαφή μαζί του – περιστασιακή ή διαρκέστερη – είτε παρακολουθούσες τις κινήσεις του πως δεν αφορούσε καθόλου τον ίδιο και δεν ήταν παρά ένα μέσον προκειμένου να υπάρξει ένα ενδιαφέρον που, ξεκινημένο από κάτι τόσο φτηνό όπως η διασημότητα, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια εσωστρεφή ανάγκη και επιταγή. Εχοντάς τον συναντήσει στα Τίρανα, το 2001, για μια συνομιλία μαζί του, που δημοσιευμένη σε αυτήν εδώ, όπως και έγινε, την εφημερίδα θα περιλαμβανόταν στη σειρά «Τα παιδικά μου χρόνια», σε οποιαδήποτε χρόνια και αν υπήρξε μεταγενέστερα η επικοινωνία μαζί του, σου παρείχε τη βεβαιότητα πως δεν είχε ποτέ της διακοπεί και πως θα μπορούσε να ανανεωθεί μέσα στις ίδιες ακριβώς συνθήκες όπως εκείνης της πρώτης συνάντησης μαζί του. Οταν κρατώντας μας τα χέρια και προσπαθώντας να κατευνάσει τους λυγμούς που μας τράνταζαν καθώς του εξομολογούμασταν τις δεινές περιπέτειες υγείας ενός προσφιλέστατου προσώπου μας, μας έδειξε σε αντιπερισπασμό, με τον πιο συγκινητικά ευλαβή τρόπο, το σπασμένο τζάμι στο παράθυρο του γραφείου του.
Δεν είχε φροντίσει ποτέ να το αντικαταστήσει καθώς αμέσως μετά την απόπειρα δολοφονίας του που είχε γίνει πριν από οκτώ χρόνια και είχε θρυμματίσει το τζάμι, ένα περιστέρι είχε έρθει και είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου καλύπτοντας με το σώμα του την οπή που είχε δημιουργηθεί. Είχε αποφύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «θαύμα» γιατί, όπως το παρατηρείς άλλωστε διαβάζοντας τα κείμενά του, θα ήταν σαν να μονοπωλούσε την ύπαρξη του Θεού, αφού θα είχε λειτουργήσει ευεργετικά μόνο για τον ίδιο, ενώ για εκατομμύρια άλλους δεν θα είχε μεσολαβήσει ώστε να σωθούν. Και ίσως αυτή ακριβώς η ανεξαγόραστη και αδιαπραγμάτευτη συνείδηση, ότι δηλαδή είναι ένας από όλους μας, να του όριζε ως το πλέον φυσικό του χρέος να προΐσταται, ευλογώντας το, στο Ραμαζάνι των μουσουλμάνων. Δεν είναι ωραίο όταν πρόκειται για προσωπικότητες αυτής της εμβέλειας να επιχειρεί κανείς συγκρίσεις, είναι όμως αδύνατον να παρακάμψουμε το γεγονός ότι μια βαθύτατα θρησκευόμενη συνείδηση, όπως αυτή του Γιάννη Τσαρούχη, θα την αναγνώριζες με την πραότητα και την ειρηνόφιλη διάθεση που τη χαρακτήριζαν, να έχει καθίσει πλέον στα δεξιά του Αναστάσιου. Οπως είναι επίσης βέβαιο ότι οι παρ’ ολίγον δολοφόνοι του Αναστάσιου θα είχαν την πρώτη θέση στις προσευχές του για τη σωτηρία τους, το ίδιο ακριβώς ισχύει για τον Γιάννη Τσαρούχη όταν δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται, φροντίζοντάς τον, για τον άνθρωπο που είχε κοντέψει να τον στείλει στη φυλακή. Αγιος ή έκδοτος, καλλιτέχνης μέσα στον κόσμο ή αναχωρητής, υπάρχει ένα νήμα που κάνει ακόμα και τις πιο διιστάμενες ανάμεσά τους προσωπικότητες να επικοινωνούν με τον πιο συγκλονιστικά υπόγειο τρόπο.
Source link