
Από την καλή…
Οι αριστεριστές αντίπαλοί του επαναφέρουν συχνά στην πολιτική αντιπαράθεση τα νεανικά χρόνια που πέρασε σαν «τσεκουροφόρος».
Ο ίδιος, στα πρώτα του υπουργικά βήματα, είχε δηλώσει πως δεν καμαρώνει κιόλας για εκείνη την περίοδο. Αλλά ταυτόχρονα είχε αυτοσυστηθεί ως «ακτιβιστής της Δεξιάς».
Σήμερα, συνεχίζει να έχει ανησυχίες τέτοιας φύσης – δεν έχει πάψει, φέρ’ ειπείν, να στηλιτεύει την ηγεμονία της αριστερής ιδεολογίας στη Μεταπολίτευση.
Ωστόσο, εξηγεί σε κάθε ευκαιρία (και με το χαρακτηριστικό του μειδίαμα) πως τον απασχολεί ο «χώρος της σοβαρής Δεξιάς», εκείνος που «εκφράζεται μόνο από αυτά τα οποία υπηρετεί η ΝΔ». Επειτα από 18 χρόνια στο κοινοβούλιο, ο Μάκης Βορίδης φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως οι πιο επικίνδυνες ιδέες δεν είναι αυτές που είναι λανθασμένες, αλλά αυτές που είναι εν μέρει σωστές.
Ετσι, δεν φιλοτεχνεί για τον εαυτό του ένα πεντακάθαρο προφίλ πούρου συντηρητικού, ο οποίος επιζητεί τη στρατηγική ήττα της Αριστεράς μαχόμενος υπέρ του δόγματος «νόμος και τάξη», της «περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής», της «υπεράσπισης των συνόρων» και της «ενίσχυσης της άμυνας».
Βάζει και μερικές πινελιές φιλελευθερισμού, κηρύσσοντας τη μείωση της φορολογίας και το μικρότερο κράτος. Οπως παραδέχονται μέχρι και άσπονδοι εσωκομματικοί του φίλοι, άλλωστε, «είναι έξυπνος» – ξέρει δηλαδή να προσαρμόζεται στις συνθήκες και να αλλάζει τόσο όσο χρειάζεται για να παραμείνει στα πράγματα.
Την επομένη του 41%, τον Ιούνιο του 2023, βρέθηκε στο στενό πρωθυπουργικό επιτελείο. Ο εμπλουτισμός της πανίδας του Μαξίμου με κάποιον που ξεκίνησε από το ακροδεξιό περιθώριο, ενηλικιώθηκε πολιτικά δίπλα στον Καρατζαφέρη και προστέθηκε στη νεοδημοκρατική οικογένεια από τον Σαμαρά κρίθηκε απαραίτητος μετά την είσοδο τριών κομματιδίων από τα δεξιά της Δεξιάς στη Βουλή.
Επισήμως επιφορτίστηκε με την εποπτεία του νομοθετικού έργου κι ανεπισήμως ανέλαβε να μιλάει στον Βελόπουλο, τον Νατσιό και τους «Σπαρτιάτες» στη γλώσσα τους.
Τελικά, του αναγνωρίζεται πως αντικαθιστά επάξια τον Πρωθυπουργό στα κυβερνητικά έδρανα όποτε η Ολομέλεια μετατρέπεται σε αρένα, άσχετα από το πού τοποθετούνται στο ιδεολογικοπολιτικό φάσμα οι επιτιθέμενοι στους κυβερνώντες. Για τους φαν του, το πετυχαίνει χάρη στη ρητορική του δεινότητα.
Σύμφωνα με τους απέναντι, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός ρόλου που δεν είναι κόντρα: «κάνει το ντόμπερμαν της κυβέρνησης», όπως το θέτει κοινοβουλευτικός της αντιπολίτευσης.
Οταν πρωτομπήκε στην κυβερνητική έδρα ήταν μειοψηφία. Οι περισσότεροι συνεργάτες του Μητσοτάκη σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν κεντρώα. Αυτός, πάλι, δεν συμμεριζόταν την αγωνία τους για τη διατήρηση της κυριαρχίας στο Κέντρο. Εβγαινε ον κάμερα και αποφαινόταν πως «σήμερα με την έννοια Κέντρο περιγράφουμε μετακινούμενους ψηφοφόρους μεταξύ των δύο ισχυρών κυβερνητικών προτάσεων».
…και από την ανάποδη
Ανθρωπος με γνώση όσων λέγονται στον πρωινό καφέ αναφέρει ότι «αρκετοί συμμετέχοντες δυσκολεύονται να χωνέψουν τη δεξιίλα του». Ισως τους ενοχλεί πιο πολύ βέβαια η εντύπωση που τους αφήνει πως δεν ενδιαφέρεται για τις ισορροπίες. «Εχει σχεδόν μόνιμα το ύφος «αυτό νομίζω εγώ, κάντε ό,τι θέλετε, δεν με πολυνοιάζει»», σημειώνει η ίδια πηγή.
Οσο περνούσε ο καιρός και τα νούμερα των ούλτρα δεξιών δυνάμεων ανέβαιναν, τα πιστεύω του άρχισαν να ξεβάφουν πάνω στον πυρήνα της κυβέρνησης. Κατά τη ρεαλιστική ανάγνωση, ο φόβος των απωλειών προς τα μικρά εθνικιστικά κόμματα, τον οποίο βίωσαν σχεδόν όλοι στο Μαξίμου, οδήγησε στην κυβερνητική απόπειρα επαναπροσέγγισης της λεγόμενης παραδοσιακής βάσης της παράταξης. Στους απέξω, παρ’ όλα αυτά, φάνηκε σαν εκείνος να δίνει τον τόνο στο αφήγημα της κυβέρνησης.
Μετά το σοκ της λαϊκής ετυμηγορίας των ευρωεκλογών, τον έχουν ακούσει να αναλύει κάπως σαρκαστικά το ποσοστό της ΝΔ. Η ερμηνεία στην οποία κατέληξαν μυημένοι στα κομματικά παρασκήνια ήταν πως ένιωσε δικαιωμένος επειδή προεκλογικά ζητούσε να κόψουν το τιμόνι προς τα δεξιά, όχι απλά να το στρίψουν ελαφρά.
Κακές γαλάζιες γλώσσες δεν σχολιάζουν ιδιαίτερα θετικά τις επιδόσεις του στα υπουργεία απ’ τα οποία έχει περάσει. Στον τομέα της επιτελικότητας δεν αποδίδει όπως σε εκείνον των καβγάδων με τους αντιπολιτευόμενους στο βουλευτήριο. Μια πιο δηκτική διατύπωση της παραπάνω κριτικής τον θέλει να είναι χρήσιμος σε πρότζεκτ σαν την πολιτογράφηση των μελών της τέως βασιλικής οικογένειας με το επώνυμο Ντε Γκρες.
Πάντως, η προσήλωσή του σε αρχές και αξίες είναι επιλεκτική. Για παράδειγμα, απουσίαζε από την ψηφοφορία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, εκμεταλλευόμενος την πρωθυπουργική παραίνεση για αποχή σε όποιον είχε συνειδησιακά προβλήματα. Μικρό το κακό, θα πει κανείς – αφού 31 μέλη της συμπολίτευσης έλειπαν από την αίθουσα και 20 ψήφισαν «όχι».
Αυτός όμως δεν ήταν ένας υφυπουργός ο οποίος δεν μπορούσε να γυρίσει σε μια εκλογική περιφέρεια της βαθιάς ενδοχώρας για να δικαιολογήσει τη στήριξη της μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου. Ανήκε στον πυρήνα της κυβέρνησης. Αντί να παραιτηθεί από το πόστο του, όπως θα έκανε ένας ιδεαλιστής θεματοφύλακας του θεσμού της πατροπαράδοτης οικογένειας, έμεινε υποδυόμενος ότι δεν τάχθηκε ποτέ ευθέως ενάντια σε μια κεντρική της επιλογή.
Ο Γκάντι έλεγε ότι είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι αλλά δεν υπάρχει σκοπός για τον οποίο είναι έτοιμος να σκοτώσει. Ο Βορίδης μάλλον ταυτίζεται με το ανάποδο. Μοιάζει διατεθειμένος να σκοτώσει (μεταφορικά, φυσικά) ώστε να υπηρετήσει την ιδεολογική του επιδίωξη αλλά όχι και να χάσει την πολιτική του ζωή γι’ αυτή.