
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Πειραιά στη δεκαετία του 1920. Τα «χνώτα» του είναι ανιχνεύσιμα στην ίδια την Ιστορία μας, στα ρεμπέτικα τραγούδια, στις «συνερμηνείες» του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας, ακόμη και στους λογοτέχνες της γενιάς του ’30 – το μεγαλύτερο μέρος του «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση είναι, στην πραγματικότητα, μια «πειραιογραφία» εκείνης της εποχής. Ο υπόκοσμος του λιμανιού, δηλαδή οι μάγκες, οι νταήδες, οι νταβατζήδες συνυπήρχαν με τους εκπροσώπους μιας «υπό κατασκευή» αστικής και μεγαλοαστικής τάξης. Για να το πω παραστατικά, τα Βούρλα με το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο «Ακταίον Παλλάς».
Μέσα σε αυτήν τη δεδομένη αντίφαση έφθασε το 1922 και ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων από τη Μικρασιατική Καταστροφή που, μέσα σε λίγα χρόνια, διπλασίασαν, σχεδόν, τον πειραϊκό πληθυσμό ο οποίος από τις 133.000 του 1920, το 1928 ξεπέρασε τις 150.000. Η πόλη αλλάζει μορφή, το επιβλητικό Δημοτικό Πειραιά μετατρέπεται σε τόπο υποδοχής προσφύγων, τα άδεια δωμάτια στα σπίτια επιτάσσονται για τη στέγασή τους, διαφορετικά πολιτιστικά και πολιτισμικά στοιχεία προσπαθούν να συνυπάρξουν έστω και μέσα από τις αντιθέσεις τους, τα έθιμα της Ανατολής μπολιάζονται στα τοπικά ήθη, ο Πειραιάς «πλουταίνει» αλλά, συγχρόνως, χρειάζεται και ένας συνδετικός ιστός, μια συγκολλητική ουσία που θα ενώσει του παλιούς με τους νέους Πειραιώτες, τους πένητες με τους πλούσιους, που θα αναδείξει την πειραϊκή κοινωνία της καινούργιας, τότε, εποχής. Οπως το έγραφε ο πειραιογράφος Αγγελος Κοσμίδης ήδη από τον Δεκέμβριο του 1922: «Ο τόπος μας, όπως τον ξέραμε, αποτελεί μια ανάμνηση. Τώρα έρχονται άλλες μορφές, άλλες γλώσσες, άλλα αισθήματα, άλλες συνήθειες. Η μεταβολή είναι η εκδήλωση της ζωής, είναι ο κανόνας. Πλέον, αν θα ανταμώσουν δύο Πειραιώτες που κάνουν περίπατο στους δρόμους του Πειραιά, θα φέρουν στη μνήμη τους τον στίχο εκείνον που λέει “Εδώ ήταν ένας άνθρωπος, εκεί που τώρα είναι μια κατάσταση”».
Αυτή η συγκολλητική ουσία έμελλε να πάρει μορφή και ουσία μια μέρα σαν σήμερα πριν από εκατό χρόνια. Στην ταβέρνα του Μοίρα που βρισκόταν στη γωνία της σημερινής Καραολή και Δημητρίου και της οδού Καραΐσκου. Εκεί που συστάθηκε ο Ολυμπιακός από την ένωση δύο αθλητικών σωματείων ύστερα από συζητήσεις ως προς το όνομα και το αντιπροσωπευτικό χρώμα της ομάδας. Σε εκείνη τη συνάντηση παραβρέθηκαν επιφανείς Πειραιώτες της εποχής. Η οικογένεια των Ανδριανόπουλων, ο ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού Καμπέρος (δική του ιδέα ήταν το όνομα), ο βιομήχανος Μανούσκος (ο πρώτος πρόεδρος της ομάδας), ο συμβολαιογράφος Μέρμηγκας, ο αξιωματικός του Στρατού Σκλιάς, ο διευθυντής του Ταχυδρομείου Μαραγκουδάκης.
Το όραμα και το θαύμα
Η ίδρυση του Ολυμπιακού εμπεριείχε εξ αρχής ένα όραμα που ξεπερνούσε τα ιδεώδη του αθλητισμού. Να ενώσει και να δώσει ένα στοιχείο ταυτότητας στον κόσμο, παλιό και νέο, του Πειραιά. Και συγχρόνως, να του χαρίσει πόντους αυτοπεποίθησης και περηφάνιας. Και αυτό το όραμα ανέλαβαν να το κάνουν πραγματικότητα οι αδελφοί Ανδριανόπουλοι. Που φρόντισαν να δώσουν στην ομάδα τα στοιχεία ενός… κινήματος. Πολύ γρήγορα ο Ολυμπιακός άπλωσε ρίζες στην εργατική τάξη της πόλης και στους πρόσφυγες, ανέπτυξε άμεσα αυτό που σήμερα λέμε «κοινωνική πολιτική», συνέδραμε όπου υπήρχε ανάγκη, ανέπτυξε και άλλες δραστηριότητες πέρα από τις καθαρά αθλητικές.
Κυρίως όμως καλλιέργησε ένα αίσθημα πολύτιμο για έναν κόσμο που, εκείνες τις εποχές, βολόδερνε ανάμεσα σε πολέμους και καταστροφές. Την αγωνιστικότητα για τη διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος, την πεποίθηση ότι αυτό το μέλλον είναι εφικτό και την «πολυτέλεια» για τους ξεριζωμένους ότι «ανήκουν» κάπου.
Μια μικρή «πατρίδα» είναι από τότε ο Ολυμπιακός. Ενα «λιμάνι» που λες και δεν έχει αναχωρήσεις αλλά μόνο επιστροφές. Αυτό που κάνει κάποιον γνωστό μου να παίρνει πάντα δύο θέσεις στα ματς του Ολυμπιακού. Μία για να κάθεται ο ίδιος και μία που μένει κενή. Εις μνήμη του αδελφού του που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό σε ηλικία 22 ετών.