Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν είναι μόνο πατέρας μου, ανήκε και ανήκει με μία έννοια σε όλους τους Ελληνες. Η μουσική και τα τραγούδια του επηρέασαν συναισθηματικά διαφορετικές γενιές και συνεχίζουν να συντροφεύουν τους Ελληνες σε διαφορετικές στιγμές της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής τους. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει τα τραγούδια που έχουν «γράψει» μέσα του, όπως τα «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αρχόντισσα», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Αχάριστη» και πολλά άλλα.
Ο Τσιτσάνης εμφανίζεται την εποχή που μεσουρανεί το ρεμπέτικο τραγούδι και φυσικά στην αρχή γράφει και ο ίδιος ρεμπέτικα. Συνδυάζοντας όμως το ανήσυχο πνεύμα του με τα ακούσματά του από τα σμυρναίικα, τα νησιώτικα, το δημοτικό τραγούδι αλλά και την κλασική μουσική δημιουργεί το λαϊκό τραγούδι και στη συνέχεια αυτό που σήμερα ονομάζουμε «έντεχνο». Ηταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να εξελίσσεται συνεχώς και να δημιουργεί καινούργια πράγματα. Παρακολουθούσε τον κόσμο που άλλαζε και μαζί του άλλαζε και αυτός. Ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέσα στον Εμφύλιο, με τη μουσική του και τα τραγούδια ένωσε αριστερούς και δεξιούς, πλούσιους και φτωχούς. Οπως έχει πει ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι η μόνη ελληνική επανάσταση που πέτυχε – ανέβηκε στο πάλκο στα νιάτα του για να πει τα τραγούδια του και δεν κατέβηκε παρά μόνο για να πεθάνει».
Βασίλης Τσιτσάνης: Πίστη στο έργο του
Ηταν ένας άνθρωπος αφοσιωμένος και με μεγάλη πίστη στο έργο του. Ηθελε να πετύχει το τέλειο στα τραγούδια του και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Σε κάθε εποχή διάλεγε με μεγάλη προσοχή τους τραγουδιστές και τους καθοδηγούσε σαν δάσκαλος. Ανακάλυψε τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τον οδήγησε να φτιάξει μια νέα σχολή που πάνω της θα πατήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης και στη συνέχεια και άλλοι τραγουδιστές. Δεν είναι τυχαίο ότι στον Στέλιο Καζαντζίδη δίνει τραγούδια («Ισως αύριο», «Ασπρο πουκάμισο φορώ» κ.ά.) αναδεικνύοντας τις φωνητικές του ικανότητες. Θα ανακαλύψει παράλληλα τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Μαρίκα Νίνου και θα συνεργαστεί με τη Στέλλα Χασκίλ, τον Στράτο Παγιουμτζή, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον Πάνο Γαβαλά, την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τη Βίκυ Μοσχολιού, τη Δήμητρα Γαλάνη και πολλούς άλλους. Ειδικά για τη Δήμητρα Γαλάνη θα επιμείνει ότι έχει λαϊκή φωνή δίνοντάς της να ξανατραγουδήσει το «Ακρογιαλιές δειλινά» αλλά και νέα τραγούδια που έγραψε ειδικά για εκείνη, όπως η «Νοσταλγία». Υπήρξε στιχουργός, συνθέτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ενορχηστρωτής και τραγουδιστής και γι’ αυτό τα τραγούδια του παραμένουν ζωντανά μέχρι σήμερα.
Είμαι σίγουρος ότι αν ζούσε σήμερα ο Τσιτσάνης θα συνέχιζε να δημιουργεί φτιάχνοντας καινούργια τραγούδια, καθώς είχε το ταλέντο να εντοπίζει αυτά που άξιζαν σε κάθε εποχή και να τα ενσωματώνει στο έργο του. Δεν θα έμενε όμως μόνο σε αυτό, αλλά θα διασκεύαζε τα παλιότερα τραγούδια του, όπως έκανε και όταν ζούσε. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», για να μείνουμε σε ένα κορυφαίο παράδειγμα, έχει τουλάχιστον τρεις ηχογραφήσεις με σπουδαίους του είδους, ενώ το «Ακρογιαλιές δειλινά», που είχε ηχογραφήσει με τη Στέλλα Χασκίλ το 1948, το έδωσε, όπως προείπα, στη Δήμητρα Γαλάνη το 1973.
Θα συνέχιζε επίσης την αναζήτηση των καλών τραγουδιστών, αυτών που θα μπορούσαν να εκφράσουν τη λαϊκή ψυχή μέσα από ολοκληρωμένες ιστορίες. Δεν θα ξοδευόταν σε λεζάντες, δεν θα μπλεκόταν στα πολιτικά, δεν θα σπαταλούσε την έμπνευσή του, όπως έγραφε στα «ΝΕΑ» το 2001 ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Θα έκανε σκληρή οικονομία δυνάμεων. Θα έψαχνε ξανά πώς να κάνει τριφωνίες με νέους καλλιτέχνες – από αυτές που του άρεσαν πολύ –, θα συνέχιζε να συνταιριάζει στα τραγούδια του τις λόγιες λέξεις με τις καθημερινές. Οπως ακριβώς το έκανε όσο ζούσε («ήταν άδικος ο χωρισμός / και ανυπολόγιστα σκληρός» ή «μέσα στην απελπισία της κάποιος την πληροφορεί» στο «Κάποια μάνα αναστενάζει»). Θα έψαχνε και πάλι τους «ολίγους και ακριβούς» που έκαναν τη ζωή τους τέχνη και την τέχνη ζωή τους. Οπως συνέβη όταν συναντήθηκε με τους Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Τσαρούχη και πολλούς άλλους. Θα επέμενε ότι «κάθε δαχτυλιά του πάνω στο μπουζούκι και στη χάραξη του δίσκου είναι μια ιερή στιγμή».
Η ιστορία θα γράψει
Αν ζούσε σήμερα και τον ξαναρωτούσαν για την προσφορά του στον λαϊκό πολιτισμό, θα απαντούσε όπως και σε συνέντευξη των «ΝΕΩΝ» το 1977: «Δεν μπορώ να μιλήσω για προσφορά στο λαϊκό τραγούδι. Το έργο μου μιλάει και κάποτε η Ιστορία θα γράψει. Δεν ξέρω τι πρόσφερα, ξέρω όμως, όπως το ξέρουν όλοι, ότι με έφαγε το σανίδι του πάλκου, ότι σαράντα ολόκληρα χρόνια μού ‘φαγε η νύχτα την καρδιά».
Θα ήθελα να κλείσω με μια δική του πρόταση από συνέντευξή του και πάλι στη δική σας εφημερίδα το 1978: «Εχω μια πίστη στο έργο μου και νομίζω ότι όσο θα υπάρχει Ελλάδα θα υπάρχουν και τα τραγούδια μου».
Source link