
Από χθες, ο κινηματογράφος Cinobo Πατησίων φιλοξενεί την ταινία «Πανελλήνιον», το ντοκιμαντέρ των Σπύρου Μαντζαβίνου, Κώστα Αντάραχα για το ιστορικό καφενείο στη συμβολή των οδών Μαυρομιχάλη και Σόλωνος, γνωστό ως το απόλυτο στέκι σκακιστών στην Αθήνα. Συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκίνησε από το 1885, όταν άνοιξε για πρώτη φορά σε άλλη, κοντινή στην τωρινή, τοποθεσία, το Πανελλήνιον που μεταφέρθηκε εκεί το 1991 θυμίζει περισσότερο ένα καταφύγιο για ανθρώπους που ασφυκτιούν στην καθημερινότητά τους, που αρνούνται ή αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν στις συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας και που εκτονώνονται στο σκάκι. Για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ και την εμπειρία τους δίπλα στους σκακιστές του Πανελληνίου, οι Μαντζαβίνος και Αντάραχας μίλησαν από κοινού στα «ΝΕΑ».
Τι ήταν εκείνο που σας είλκυσε – κυρίως – από τον χώρο του Πανελληνίου ώστε να θελήσετε να κάνετε ένα ντοκιμαντέρ για αυτό;
Κώστας Αντάραχας: Εκ πρώτης όψεως, το Πανελλήνιον είναι ένα μέρος γραφικό με φολκλορικά στοιχεία στους τοίχους, τα οποία συνυπάρχουν με τα αυστηρά ασπρόμαυρα πορτρέτα των παγκόσμιων πρωταθλητών σκακιού, τις σκακιέρες και τα χρονόμετρα. Το ίδιο το παιχνίδι, χαμένο στα βάθη του χρόνου και σε βαριάντες με την επωνυμία ανθρώπων προ πολλού νεκρών, λειτουργεί υποβλητικά πάνω στους «κοινωνούς» του. Οι θαμώνες, άνθρωποι όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων, έχουν κάτι το παλιακό στο σουλούπι τους και η βουβή τους προσήλωση πάνω απ’ τις σκακιέρες συνέτεινε στην κοινή μας πεποίθηση πως η ταινία οφείλει να γυριστεί σε ασπρόμαυρο, αιχμαλωτίζοντας αυτή ακριβώς τη συνθήκη του άχρονου, του ευρισκόμενου έξω απ’ τον ρου της λεγόμενης προόδου. Αλλά, τελικά, αυτό που πραγματικά μάς είλκυσε ούτως ώστε να ξεφύγουμε απ’ το πρώτο επίπεδο της παρατήρησης και να αφιερώσουμε πέντε χρόνια απ’ τη ζωή μας στη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους ταινίας για το Πανελλήνιον ήταν οι ξεχωριστές προσωπικότητες των θαμώνων του, με τους οποίους πέρα από συμπαίκτες γίναμε επίσης συνδαιτυμόνες και φίλοι.
Σπύρος Μαντζαβίνος: Το σκακιστικό καφενείο Πανελλήνιον είναι ούτως ή άλλως ένας μυθικός για την Αθήνα χώρος. Αμέσως σου εμπνέουν δέος η συνύπαρξη του τσίπουρου με τις σκακιέρες, τα κάδρα με τον Κολοκοτρώνη και τον Ξυλούρη δίπλα στο «εικονοστάσι» με τις φωτογραφίες όλων των παγκόσμιων πρωταθλητών στο σκάκι, ο καδραρισμένος «Υμνος στο Βυζίκι» (το χωριό του καφετζή Γιάννη) δίπλα σε σκακιστικά ρολόγια και εγχειρίδια, το πάτωμα με το μοτίβο της σκακιέρας, πάνω στο οποίο ο Γιάννης τηγανίζει ομελέτες. Σε έναν τέτοιο χώρο συνειδητοποιείς μεμιάς πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ποιητική και ευφάνταστη από κάθε μυθοπλασία∙ πως η μυθοπλασία θα υπολείπεται πάντα της πραγματικότητας σε φαντασία. Γιατί κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει ένα τέτοιο σενάριο. Η πρώτη επαφή με τους θαμώνες του καφενείου πιστοποίησε όλα τα παραπάνω∙ το ιδιότυπο χιούμορ, η πολλές φορές γκροτέσκα ιδιοσυγκρασιακότητα και η «λοξότητά» τους ήταν αποκάλυψη. Μέσα από την πολύχρονη επαφή μας όμως μαζί τους αποκαλύφθηκε το πόσο μοιάζουν με όλους μας αυτοί οι άνθρωποι, το πόσο τυχεροί είναι σε σχέση με όλους εμάς τους υπόλοιπους, επειδή έχουν με θάρρος και συνείδηση, με λογισμό και όνειρο ακολουθήσει έναν τρόπο ύπαρξης και έχουν δημιουργήσει – ανακαλύψει έναν χώρο όπου μπορούν να εκφράσουν τα όνειρά τους, χωρίς καμιά λογοκρισία και φόβο.
Μελετώντας τους ανθρώπους που εμφανίζονται στην ταινία σας, υπήρξε κάτι πέρα από την αγάπη για το σκάκι που θα το ονομάζατε «κοινό στοιχείο» σε όλους;
Κ.Α.: Οι θαμώνες του καφενείου, άνθρωποι όλων των κοινωνικοοικονομικών και ηλικιακών στρωμάτων – άλλοι μοναχικοί και περιθωριακοί, άλλοι πλήρως λειτουργικοί επαγγελματίες και οικογενειάρχες –, μοιράζονται την κοινή τους ανάγκη να ξεσκάσουν από την καθημερινότητα, να αδειάσουν το μυαλό τους από σκοτούρες και βάσανα και να το γεμίσουν με την πολυπλοκότητα του σκακιού, που άλλοτε λαμβάνει χαρακτήρα τέχνης, άλλοτε επιστήμης κι άλλοτε καφενειακού χαβαλέ και πειράγματος, πλάι στον φραπέ και το χύμα τσίπουρο απ’ το χωριό με το ανάλογο μεζεδάκι. Οπως στο καφενείο του χωριού, έτσι και στο Πανελλήνιον οι θαμώνες σπανίως συνεννοούνται μεταξύ τους για την ημέρα και την ώρα προσέλευσης. Απλώς βρίσκονται εκεί, χωρίς να κουβαλούν σχεδόν τίποτε από τον έξω κόσμο, σαν να εισέρχονται σε μια παράλληλη πραγματικότητα μονωμένη από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που κείτονται πέραν της Σόλωνος και της Μαυρομιχάλη και συγκροτούν την «κανονική» τους ζωή.
Σ.Μ.: Μπορεί το σκάκι να αποτελεί τον συνδετικό ιστό που ενώνει όλους τους χαρακτήρες, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο είναι μονάχα η αφορμή για τη σύνδεσή τους. Ολοι οι ήρωες της ταινίας ασφυκτιούν στην καθημερινότητά τους – μια σύγχρονη μέγγενη που τους πνίγει – και έχουν «επινοήσει» έναν χώρο όπου μπορεί ακόμα να βλαστήσουν η αγάπη, η «ισοπαλία», η ισότητα, το τραγούδι και η άνευ όρων συντροφικότητα. Ο ιδιοφυώς λοξός και αντισυμβατικός τρόπος ύπαρξής τους είναι αυτός που τους ενώνει σε μια οικογένεια «φανταστικών όντων», μέσα σε μια κιβωτό σωτηρίας, σε ένα απάγκιο όπου πιασμένοι χέρι χέρι προσπαθούν να διαβούν την καταιγίδα και την αντάρα.
Το πιο ενδιαφέρον σε αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι όλοι – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο – δείχνουν πραγματικά εθισμένοι στο σκάκι, κάποιοι λες και είναι εθισμένοι σε κάποια τοξική ουσία. Εφόσον τους παρατηρήσατε από τόσο κοντά και για τόσο χρόνο, πώς το ερμηνεύετε;
Κ.Α.: Είναι ομολογουμένως εθιστική η ενασχόληση με το σκάκι, με καταστρεπτικές συνέπειες για ορισμένους εξ ημών. Απ’ την άλλη, όπως συνηθίζει να λέει ένας φίλος και συνθαμώνας στο Πανελλήνιον, το σκάκι δεν τρελαίνει τους ανθρώπους, αλλά είναι το αποκούμπι των τρελών! Σαφώς ευθύνεται η πολυπλοκότητα του παιχνιδιού, οι αχανείς διακλαδώσεις που μπορεί ν’ ακολουθήσει η κάθε παρτίδα ανά πάσα στιγμή, ένας «διαρκής μηχανισμός παραγωγής του απροόπτου», σύμφωνα μ’ έναν άλλο θαμώνα που, ως προς αυτό, το παραλληλίζει με τον τζόγο. Πρωτοπήγα στο καφενείο το 2017, ως τελειόφοιτος της Σχολής Σταυράκου και αρχάριος σκακιστής. Σύντομα άρχισε να με συνοδεύει και ο τότε συμφοιτητής μου Σπύρος (με τον οποίο παίζαμε σκάκι online) και μας καρφώθηκε σχεδόν αμέσως στο μυαλό το γύρισμα μιας ταινίας. Οσο καταδυόμασταν στην τρέλα του καφενείου και του σκακιού, μετατρεπόμενοι κι οι ίδιοι σε θαμώνες, τόσο άλλαζε η οπτική μας για το project: στρεφόμασταν από τη γραφικότητα και το γκροτέσκο προς τις πραγματικές ιστορίες των ανθρώπων, που ήταν πλέον φίλοι μας.
Σ.Μ.: Το σκάκι είναι για εκείνους μια εμμονή, ένας τρόπος ύπαρξης. Κι όμως, ταυτόχρονα έχουν κατορθώσει αυτή τους η εμμονή να παραμείνει παιχνίδι, πεισματικά έξω από τη σφαίρα του επαγγελματισμού. Γιατί το Πανελλήνιον είναι ένα καφενείο και όχι μια σκακιστική λέσχη∙ ο τρόπος που οι ήρωες της ταινίας παίζουν «σκάκι» είναι γεμάτος με πειράγματα, αστεία, τραγούδια και βρισιές, γεμάτος παιδικότητα. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να «παίζουν», οχυρωμένοι πίσω από σοβαροφάνεια και σκληρότητα, οι θαμώνες του καφενείου επιστρατεύουν ως άμυνα την εμμονική τους αφοσίωση στο σκάκι, σε ένα παιχνίδι με άπειρους συνδυασμούς, όπου κάθε παρτίδα ανασταίνεται διαρκώς σε μια καινούργια. Και αν κάποτε χάνουν την επαφή τους με τον «έξω κόσμο», την αποκαλούμενη «πραγματικότητα», κερδίζουν ως ανταμοιβή τον μύθο και την αιωνιότητα.
Υπήρξαν θαμώνες του Πανελληνίου που δεν θέλησαν να μοιραστούν μαζί σας τις ιστορίες τους και, αν ναι, για ποιους λόγους;
Κ.Α.: Σχεδόν κανείς από τους θαμώνες δεν εμφανίστηκε εξαρχής πρόθυμος να συμμετάσχει στην ταινία (με την αναμενόμενη συστολή των ανθρώπων που δεν έχουν το «ψώνιο» της έκθεσης). Ωστόσο, το μεράκι μας για το project και η συνεχής παρουσία μας στο Πανελλήνιον για χρόνια έπεισαν ακόμη και τους πλέον δύσπιστους – με την εξαίρεση ενός σοβαροφανούς κυρίου που θεωρούσε πως η συμμετοχή του στην ταινία θα πλήξει το επαγγελματικό του πρεστίζ, και ενός άλλου θαμώνα που απαιτούσε υπέρογκα ποσά για την εμφάνισή του ενώ όλοι οι άλλοι έπαιξαν αφιλοκερδώς…
Σ.Μ.: Οταν οι ήρωες (και τους αποκαλώ συνειδητά έτσι) έγιναν φίλοι μας και αισθάνθηκαν την ευαισθησία και την αγάπη με τις οποίες θα τους περιέβαλλε ο φακός, μας εμπιστεύθηκαν απολύτως. Εύκολα πείστηκαν ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα η ταινία να τους εκθέσει και να τους υπονομεύσει με ένα «πορνογραφικό», ηδονοβλεπτικό βλέμμα. Ολα έχουν να κάνουν με την εμπιστοσύνη και την αγάπη.
Στην ταινία περιγράψατε μια κατάσταση που σε μένα τουλάχιστον άλλοτε προκαλεί θαυμασμό, άλλοτε όμως θλίψη. Τι συναισθήματα προκάλεσε κυρίως σε εσάς;
Κ.Α.: Τα συναισθήματά μου απέναντι στην ταινία εναλλάσσονται σε κάθε προβολή. Αλλοτε αντικρίζω με συγκίνηση τους φίλους μου και χαίρομαι που πρόλαβα να τους απαθανατίσω, άλλοτε αποστασιοποιούμαι και βλέπω ανθρώπους εγκλωβισμένους, παγωμένους σ’ ένα ασπρόμαυρο σύμπαν όπου δεν συμβαίνει τίποτα, άλλοτε βλέπω σύγχρονους φιλοσόφους που μόνο σ’ αυτή τη «γιάφκα» μπορούν να εκφραστούν… μα αυτό που συνήθως επικρατεί είναι η επίγευση της συντροφικότητας, του καταφυγίου, της κιβωτού σ’ ένα πέλαγος ανοησίας και κυνισμού.
Σ.Μ.: Η ταινία περιγράφει μια κατάσταση τεντωμένης ισορροπίας∙ μπορεί να ονομαστεί χαρμολύπη ή κλαυσίγελος και, στα σκακιστικά πατ, κατάσταση κατά την οποία ο παίκτης που δεν έχει πια νόμιμη κίνηση να κάνει, αντί να χάσει, κερδίζει την ισοπαλία. Η ανημποριά της κινήσεως, λοιπόν, σε έναν χώρο εκτός τόπου και χρόνου που φαντάζει παράκαιρος, όπου ο κυκλικός ατέρμονος χρόνος κυριαρχεί, χαρίζει στους ήρωες του καφενείου την αιωνιότητα.