
Ως γνωστόν, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927-2014) [για τους φίλους του, Γκάμπο] σημάδεψε με το έργο του το λογοτεχνικό κίνημα του μαγικού ρεαλισμού που αναπτύχθηκε θεαματικά στη Λατινική Αμερική κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και δημιούργησε εκατομμύρια φανατικούς αναγνώστες ανά τον κόσμο. Πολλοί επίγονοι μπορεί να στρέφουν σήμερα την πλάτη στον όρο και στις συγγραφικές μεθόδους που προήγαγε [πρώτοι πρώτοι οι ατάλαντοι εκ των συμπατριωτών του], αλλά εκδόσεις σαν την ανά χείρα έρχονται να θυμίσουν το πόσο βαθιά ριζωμένο στην πραγματικότητα των καιρών ήταν το λογοτεχνικό αυτό κύμα, που πολλοί θεωρούν «Σχολή». Πάντως η έκδοση αυτή επιβεβαιώνει το πόσο επιδραστική υπήρξε αυτή η Σχολή σε άλλους λογοτεχνικούς «βιοτόπους» [όπως λ.χ. ο δικός μας] δανείζοντας γλωσσικά εργαλεία, συγγραφικές στρατηγικές και φρέσκες οπτικές γωνίες για την προσέγγιση της πραγματικότητας.
Εχοντας δεδηλωμένα ως έναν από τους πρωταρχικούς του στόχους την κατά το δυνατόν εξωστρέφεια της ελληνικής λογοτεχνίας, το PEN Greece, επίσημο παράρτημα του PEN International που μετρά πάνω από έναν αιώνα ζωής, αποφάσισε λοιπόν να τιμήσει τη μνήμη του κολομβιανού νομπελίστα 10 χρόνια μετά τον θάνατό του με μια συλλογή κειμένων εδρασμένη στον μαγικό ρεαλισμό. Στο κάλεσμα αυτό κατεστημένοι αλλά και νεοεμφανιζόμενοι συγγραφείς ανταποκρίθηκαν ενθουσιωδώς, απ’ ό,τι φαίνεται. Ευφάνταστα, υβριδικά, πολυσχιδή, ετερόκλητα και συχνά ενδιαφέροντα κείμενα συνομιλούν εδώ με την κληρονομιά του Μάρκες, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνουν στην πλειονότητά τους ευθείες αναφορές στο έργο του. Εδράζονται μεν σε αυτόν αλλά εξακτινώνονται προς ποικίλες εντόπιες θεματικές κατευθύνσεις. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο ο μαγικός ρεαλισμός έχει εμπνεύσει πολλούς έλληνες λογοτέχνες και έχει κινητοποιήσει τις συγγραφικές τους δυνατότητες. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και δικαιώνει την απόπειρα του PEN για διεθνοποίηση της «ανάδελφης» λόγω γλωσσικής απομόνωσης ελληνικής λογοτεχνίας.
Επανερχόμενος πάντως στο πληθωρικό έργο του Μάρκες με αφορμή την παρούσα έκδοση αναρωτιέμαι πώς το εισπράττουν οι νεότεροι αναγνώστες. Σε μια εποχή κυριαρχίας των εικόνων και επέκτασης των ταξιδιών, ενδέχεται να είναι δύσκολο για έναν αναγνώστη μεγαλωμένο στον κόσμο του Διαδικτύου και των φτηνών πτήσεων να εκτιμήσει τη γοητεία που άσκησε σε μια ολόκληρη γενιά (ας πούμε, μεταξύ 1960 και 1985) η ανακάλυψη του νοτιοαμερικανικού εξωτισμού: του μυθολογικού σύμπαντος μιας ηπείρου όπου η εθνική ανεξαρτησία και η ίδια η επανάσταση παρέμεναν τότε ζητούμενα, όπου η φύση ήταν ακόμη εν πολλοίς παρθένα, αλλά και όπου η μείξη ποικίλων φυλών παρήγαγε ένα σύνθετο πολιτισμικό κράμα. Η πρόσκληση σε μια λογοτεχνική φυγή ήταν τα χρόνια εκείνα ιδιαίτερα ελκυστική.
Από τότε πέρασε καιρός και πολλά εν πολλοίς γνωστά συνέβησαν: ο κόσμος απομαγεύτηκε, η τελευταία σπιθαμή άγριας φύσης εξερευνήθηκε, το ταξίδι έγινε υστερικός βιομηχανικός τουρισμός, η επανάσταση έδειξε τα όριά της (στην Κούβα και αλλού), οι πόλεις του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου γέμισαν ουρανοξύστες, οι τενεκεδουπόλεις απέκτησαν ηλεκτρικό και τηλέφωνο (τώρα πια κινητό), η σάλσα, το μερένγκε και η ρούμπα έγιναν λάτιν ντίσκο. Μοιραίο ήταν η ετερόχθονη έλξη να χάσει τη δυναμική της, κάτι που έγινε αντιληπτό και στη λογοτεχνική στροφή της χιλιετίας, καθώς οι νεότερες γενιές Νοτιοαμερικανών προσπάθησαν να αποκοπούν από τις συγγραφικές τεχνικές του Γιόσα και του Μάρκες, του Αστούριας και του Ριόλφο, του Ινφάντε και του Μπάστος.
Για μένα είναι πάντα ενδιαφέρουσα η πορεία του Μάρκες προς τον μαγικό ρεαλισμό αλλά και τις θεματικές γραμμές που κυριαρχούν στα ώριμα έργα του (ετερότητα, εξωτισμός, έρωτας, θάνατος, νοτιοαμερικανική ανθρωπογεωγραφία, διείσδυση του υπερφυσικού στην πραγματικότητα) με προεξάρχον βέβαια το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Εξίσου ενδιαφέρον μου φαίνεται το πώς νεότερες γενιές μη συμπατριωτών του, όπως εμείς, εισπράττουν και μεταπλάθουν το έργο του, όπως συμβαίνει στην παρούσα έκδοση με ορισμένα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα δείγματα γραφής. Σταχυολογώ, τα αφηγήματα της Χριστίνας Χριστοφή, της Καρολίνας Ασκαρίδου, της Τέσυς Μπάιλα, του Γιώργου Χουλιάρα, του Μάνου Κοντολέων, της Ζέφης Κόλλια, του Δημήτρη Αλεξίου, του Παναγιώτη Παγιάτη, του Μάκη Τσίτα, της Λουκίας Δέρβη και του Αλέξη Σταμάτη, χωρίς πάντως να λείπουν και πλείστες άλλες ενδιαφέρουσες απόπειρες να μεταπλασθεί στα καθ’ ημάς η ιδέα του μαγικού ρεαλισμού.
Ομως τελικά τι εννοούμε με αυτόν τον όρο; Ενας σημαντικός κουβανός συγγραφέας, ο Αλέχο Καρπεντιέρ, έχοντας εμβαπτισθεί με συνέπεια κατά τον Μεσοπόλεμο στο ευρωπαϊκό σουρρεαλιστικό κίνημα, πρωτοείπε σε ένα πολύ γνωστό δοκίμιό του ότι στη Λατινική Αμερική η ίδια η πραγματικότητα – η ιστορική, η γεωγραφική – είναι σουρρεαλιστική και επομένως αρκεί να αποδίδεις όσο πιο πιστά γίνεται την υφέρπουσα μαγεία ώστε να παραγάγεις ένα αξιοδιάβαστο έργο. Ο σουρεαλισμός, προσέθετε ο Καρπεντιέρ, ήταν η μόνη φόρμα ικανή να δώσει σχήμα στα εκεί πράγματα. Ο Μάρκες ακολούθησε πιστά αυτή τη συνταγή, κάνοντας και κάτι περισσότερο: εκλαϊκεύοντας τον σουρεαλισμό, απέδειξε πόσο ριζωμένος είναι στην καθημερινότητα. Ομως το σημαντικό στο έργο του υπήρξε άλλο: Ο Μάρκες είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγγραφέων που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι η γραφή είναι απόλαυση και όχι βασανισμός. Του αρέσει η θεματική του, του αρέσει ο εξωτικός του κόσμος και, ακόμα και όταν περιγράφει τις σκοτεινότερες πτυχές του, το κάνει με ηδονή. Επιπλέον, ενώ στον κατεστημένο σουρεαλισμό απουσιάζει προγραμματικά το συναίσθημα, στην περίπτωση του Μάρκες η αγάπη για τα πράγματα θριαμβεύει και ο κόσμος αναδύεται με όλη του την ομορφιά, τη σκληρότητα και την απειρία των μορφών του: πτώματα μεγαλώνουν μες στο φέρετρό τους, θείες και γιαγιάδες αργοπεθαίνουν υπαγορεύοντας τη διαθήκη τους, φονικά, άδικες συλλήψεις και κηδείες μέσα στην τροπική κάψα δίνουν τον τόνο, και όμως το σύνολο του κόσμου δίνεται με υποδόρια χαρά, με ένα είδος ευγνωμοσύνης προς ένα σύμπαν τόσο ποικίλο που αποκλείεται να βαρεθείς ζώντας και πεθαίνοντας σ’ αυτό.
Μελετητές και κριτικοί επισήμαναν στο έργο του Μάρκες τον συνδυασμό σοβαρότητας και εμπορικότητας, την αποφυγή της επιφανειακότητας και των συγγραφικών ευκολιών ακόμη και όταν τα λαϊκότροπα θέματά του προσφέρονταν για κάτι τέτοιο, τις μακροπερίοδες αργόσυρτες προτάσεις που δίνουν επικό τόνο στις αφηγήσεις του, τα χρονικά παιγνίδια με τους τροπισμούς της μνήμης. Η ρητορική υπερβολή του φτάνει συχνά στα όρια της αυτοπαρώδησης, η λεπτομέρεια υπερβαίνει το πλαίσιο μιας ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας, η αισθησιακή αισιοδοξία κυριαρχεί. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ωστόσο είναι η χρήση του ίδιου ακριβώς τόνου είτε πρόκειται για αμιγώς ρεαλιστικά περιστατικά είτε για μυθολογικές, υπερφυσικές συλλήψεις. Ψάρια κολυμπάνε μέσα στο νερό μιας κατακλυσμιαίας βροχόπτωσης, πλοία-φαντάσματα εμφανίζονται στην πλατεία ενός χωριού, καβούρια εγκαθίστανται με την παλίρροια μέσα στα σπίτια, θείες προφητεύουν στον ύπνο τους τα μελλούμενα, τυφλά πουλιά πετάνε σε άδειες κάμαρες και η μοίρα προαναγγέλλεται με χίλιους τρόπους, χωρίς ωστόσο οι πρωταγωνιστές να κάνουν και πολλά για να την αποτρέψουν, όπως λ.χ. στο καλύτερο για μένα έργο του, το Χρονικό Προαναγγελθέντος Θανάτου. Τα μαγικά μοτίβα παρελαύνουν και ξαναπαρελαύνουν με ένα είδος «φυσιολογικότητας», δίπλα ακριβώς σε γεγονότα της καθημερινότητας δοσμένα με την ακρίβεια επιστημονικότροπου ρεπορτάζ.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον παρόντα τόμο με τους έλληνες συγγραφείς να αξιοποιούν δημιουργικά τις μεθόδους και την τόλμη του. Αν σήμερα είναι αδύνατο να αναπαραχθεί παρόμοιο έργο στην Κολομβία, στην Ελλάδα ή αλλού, είναι ωστόσο ενδιαφέρον το πώς εισπράττεται, τιμάται και μεταπλάθεται. Αρα πολύ καλώς έκανε το ΡΕΝ Ελλάδος και η πρόεδρός του και συνεργάτιδα του Βιβλιοδρομίου Ντίνα Σαρακηνού που πήραν αυτή την πρωτοβουλία με όσα ρίσκα κι αν εμπεριείχε. Σημειωτέον δε ότι ο τόμος εκδόθηκε ήδη στα ιταλικά και ακολούθησε η ισπανόφωνη μετάφρασή του στην Κολομβία. Τη μετάφραση στα ισπανικά ανέλαβε ο Pedro Olalla, επίτιμο μέλος του PEN Greece, και η έκδοση προγραμματίζεται παρουσιαστεί στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Μπογκοτά μέσα στο 2025.