Τη χρήση των καταθέσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων για επενδύσεις στην άμυνα προτείνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων

Μία ρηξικέλευθη πρόταση για χρήση των ευρωπαϊκών καταθέσεων προβλέπει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕΠ), η οποία δημοσιεύτηκε στις 5 Μαρτίου 2025, δηλαδή μία μέρα πριν την έκτακτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ για την Ουκρανία και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Η πρόταση της ΕΤΕΠ προβλέπει τη «διοχέτευση» των καταθέσεων σε «απαραίτητες πραγματικές επενδύσεις» στην οικονομία, μεταξύ αυτών και στην ευρωπαϊκή άμυνα. Eξάλλου, η απόφαση της εκτάκτης συνόδου της ΕΕ (6.3.2025), αναφέρει μεταξύ άλλων, πως η Κομισιόν να εξετάσει μέτρα για την «κινητοποίηση ιδιωτικής χρηματοδότησης» προκειμένου να γεμίσει το ταμείο των 150 δισ. ευρώ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σχετική έκθεση «οι επενδυτικές ανάγκες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σημαντικές, αλλά οι εξοικονομήσεις είναι εξίσου σημαντικές. Η βασική πρόκληση έγκειται στον τρόπο αποτελεσματικής διοχέτευσης των συνολικών αποταμιεύσεων στις απαραίτητες πραγματικές επενδύσεις διατηρώντας τα πρότυπα προληπτικής εποπτείας και διασφαλίζοντας την προστασία των επενδυτών.
Για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης, η δημόσια πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί στις επενδύσεις και στη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις ενώ ενισχύοντας επίσης την ικανότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος να απορροφά και να διαθέσει αυτά τα κεφάλαια».
Η ΕΤΕΠ κάνει μία εκτενή επισκόπηση των κλάδων στις οποίους υπάρχουν επενδυτικές ανάγκες και μεταξύ αυτών είναι και η άμυνα.
Συγκεκριμένα, η έκθεση της ΕΤΕΠ αναφέρει πως «η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 έστρεψε την προσοχή στις αδυναμίες στην άμυνα της Ευρώπης ικανότητες και ανανέωσε την αποφασιστικότητα της Ευρώπης να αυξήσει τις δαπάνες για την άμυνα.
Σημαντική πρόοδος έχει γίνει από τότε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), όσα (επτά στον αριθμό) από τα 23 μέλη της ΕΕ που είναι επίσης μέλη του ΝΑΤΟ αναμενόταν να φτάσουν το 2% του ΑΕΠ τους, κάτι που αποτελεί στόχο αμυντικών δαπανών για το 2024.
Οι πρόσθετες δαπάνες που απαιτούνται για την επίτευξη αυτού του στόχου σε αυτές τις επτά χώρες έχουν μειωθεί περίπου 29 δισ. ευρώ. Κεφαλαιουχικές δαπάνες (σε αμυντικό εξοπλισμό και υποδομές) αυξήθηκαν στο 35% των συνολικών δαπανών.
Παρά την πρόοδο αυτή, υπάρχουν έντονες εκκλήσεις για περαιτέρω συνέχιση αυξήσεις των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών για την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων ασφάλειας και την κάλυψη των κενών που αφήνουν προηγούμενες υποεπενδύσεις». Η ΕΤΕΠ επισημαίνει παρακάτω πως «χρηματοπιστωτικά συστήματα πρέπει να διοχετεύουν άφθονες αποταμιεύσεις στις απαραίτητες επενδύσεις».
Συμπληρώνει επίσης πως «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει άφθονες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση σημαντικών εγχώριων επενδυτικών αναγκών. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι καθαρές εγχώριες αποταμιεύσεις έχουν αυξηθεί, λόγω των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Αυτοί οι οικονομικοί πόροι φεύγουν στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς εκτρέπονται από την εγχώρια χρηματοδότηση επενδύσεις. Τα νοικοκυριά, η κύρια πηγή χρηματοδότησης της ΕΕ, προτιμούν ασφαλή περιουσιακά στοιχεία όπως ακίνητα και καταθέσεις, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν μετατοπιστεί από τους καθαρούς δανειολήπτες στους καθαρούς δανειστές, αντανακλώντας τις αδύναμες επενδύσεις σε σχέση με την αποταμίευση.
Θεσμικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια τράπεζα που κυριαρχείται το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα υπανάπτυκτα συνταξιοδοτικά ταμεία, εμποδίζουν την αποτελεσματική κατανομή των αποταμιεύσεων. Η πρόκληση έγκειται στην αποτελεσματική διοχέτευση αυτών των αποταμιεύσεων σε εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις, καθώς και στην διατήρηση υψηλής εποπτείας.
Από το 2010, οι εγχώριες αποταμιεύσεις ξεπέρασαν τις επενδύσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση παρέμεινε ένας καθαρός δανειστής προς τον υπόλοιπο κόσμο. Τα νοικοκυριά συνεισέφεραν κατά μέσο όρο 2,4% του ΑΕΠ της ΕΕ σε καθαρό δανεισμό από το τέλος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έως τις αρχές του 2024, με κορύφωση το ποσοστό του 7% κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.
Τα νοικοκυριά της ΕΕ επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, όπως ακίνητα και τραπεζικές καταθέσεις, με τα μετρητά να ξεπερνούν τα 11 τρισ. ευρώ το 2023. Αντίθετα, τα νοικοκυριά των ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερο μερίδιο σε μετοχές και χρηματοοικονομικά μέσα.