Σε υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της ΕΕ κυμάνθηκε το 2024 η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του 2024 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Σε ό,τι αφορά στις πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ σημειώνει ότι εξακολουθούν να είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, ενώ το γ΄ τρίμηνο του 2024 έμειναν στάσιμες. Αναφορικά με το είδος των επενδύσεων, η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις σε κατοικίες.
Η κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί τον πρωταρχικό προσδιοριστικό παράγοντα της οικονομικής δραστηριότητας, όμως, το εισόδημα των μισθωτών έχει μικρή συμβολή στη μεταβολή του ακαθάριστου εισοδήματος των νοικοκυριών και στην αύξηση της κατανάλωσης, τονίζεται στην έκθεση. Οι πραγματικοί μισθοί κατά το 2023 συνέβαλαν μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76% και τα κέρδη από διακράτηση πλούτου κατά 1,5%.
Σε συνδυασμό με τις λοιπές κατασκευές, το α΄ εξάμηνο του 2024, οι επενδύσεις αυτές αντιστοιχούσαν στο 5,2% του ΑΕΠ. Υψηλότερες ήταν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα (6,2% του ΑΕΠ), ενώ χαμηλές ήταν οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας (2,4% του ΑΕΠ), οι οποίες αποτελούν κρίσιμο μέγεθος για την ποιοτική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού ιστού.
Παρά τη μεγάλη βελτίωση στο ισοζύγιο ενέργειας η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών διατήρησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση σε αυτή την εξέλιξη είχε το ισοζύγιο ενδιάμεσων προϊόντων, το οποίο το α΄ εξάμηνο του 2024 διευρύνθηκε κατά 932 εκατ. ευρώ έναντι του α΄ εξαμήνου του 2023 και επιπλέον κατά 425 εκατ. ευρώ το γ ́ τρίμηνο σε ετήσια βάση.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα είναι αποτέλεσμα της μεγάλης εξάρτησης της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα, η οποία με τη σειρά της αναδεικνύει, αφενός, τη σοβαρή διαρθρωτική ανεπάρκεια του παραγωγικού συστήματος και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη σχεδιασμού μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής.
Τονίζεται ότι «το γεγονός ότι δεν σημειώνεται κάποιος ουσιαστικός μακροοικονομικός και παραγωγικός μετασχηματισμός αποτελεί ένδειξη αδυναμίας διαμόρφωσης συνθηκών διατηρήσιμης δυναμικής ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της οικονομίας. Το Ινστιτούτο Εργασίας υπογραμμίζει ότι σημαντική αποκλιμάκωση καταγράφηκε στο ύψος του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, υποβοηθούμενο από την άνοδο του πληθωρισμού και την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, το β΄ τρίμηνο του 2024 κατήλθε στο 163,6% έναντι 172,5% το β΄ τρίμηνο του 2023. Ωστόσο, σε απόλυτα νούμερα, και παρά τη μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εξακολουθούσε το β ́ τρίμηνο του 2024 να κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, στα οποία βρέθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης το 2020.
Παρότι βελτιωμένη, εύθραυστη παραμένει η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου τομέα, παρά τη θετική δημοσιονομική επίδραση του πληθωρισμού και τους θετικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. «Ο δείκτης φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου να εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2024 εντός του χρηματοπιστωτικού καθεστώτος Ponzi» αναφέρεται στην έκθεση. Ωστόσο, φέτος και το 2026 προβλέπεται, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναβάθμιση του δείκτη φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου.
Το εξωτερικό έλλειμμα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλότερο επίπεδο από αυτό του 2019. Ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να χρηματοδοτήσει τόσο το εξωτερικό έλλειμμα όσο και τη δημοσιονομική προσαρμογή του δημόσιου τομέα, το έλλειμμα του οποίου έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Το α ́ τρίμηνο του 2024 το ισοζύγιο των επιχειρήσεων ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο, πράγμα που συνεπάγεται ότι το έλλειμμα των νοικοκυριών είναι αυτό που προσδιορίζει τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας.
Τον Δεκέμβριο του 2024 ο ρυθμός μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σε ετήσια βάση, διαμορφώθηκε στο 2,9% έναντι 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023. Ωστόσο, παρά τη σχετική αποκλιμάκωσή του και τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπισή του, ο πληθωρισμός συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των πολιτών, τροφοδοτώντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία πλήττει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της έκθεσης, συνεχίστηκε και το 2024 η βελτίωση που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα βασικά ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, αν και η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη μερική αντιστάθμιση των σημαντικών απωλειών που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στη χώρα μας όσον αφορά το βιοτικό τους επίπεδο εξαιτίας της οικονομικής και της πληθωριστικής κρίσης, η κατάσταση στην αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη.
Οι συμβατικοί δείκτες της απέχουν ακόμη σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Για το κόστος στέγασης στην έκθεση αναφέρεται ότι στη χώρα μας έχει δυσανάλογη επίδραση στην ευημερία των πολιτών διαφορετικής εισοδηματικής κατάστασης. Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανερχόταν στο 85,3% (έναντι 29,9% στην ΕΕ), ενώ για τα πλουσιότερα άτομα (5ο εισοδηματικό πεμπτημόριο) στο 1,2% (συγκριτικά με 0,7% στην ΕΕ).
Σημαντικές είναι και οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ανάλογα με το καθεστώς ιδιοκτησίας της κατοικίας. Το 2023 το ποσοστό αυτό για τους ενοικιαστές ανερχόταν στο 40,5% (τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα σε ιδιόκτητη κατοικία, χωρίς δάνειο ή υποθήκη σε εκκρεμότητα, ήταν 23,7 % (το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).
Αναφορικά με τις Περιφέρειες της χώρας όπου παρατηρείται το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης εμφάνισαν το 2023 σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ είναι οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά επιβάρυνσης κατέγραψαν οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%), ακολουθούμενες από τις περιφέρειες Θεσσαλίας (23,9%), Νοτίου Αιγαίου (25%), Ηπείρου (25,6%) και Δυτικής Μακεδονίας (25,7%). Κοντά στον μέσο όρο της χώρας (28,5%) κυμάνθηκαν, τέλος, τα αντίστοιχα ποσοστά στην Αττική (27,9%) και στις περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου (27,7%).
Τονίζεται τέλος ότι οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2023 υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης του στεγαστικού κόστους έναντι του 2021, στοιχείο ενδεικτικό της όξυνσης του προβλήματος στέγασης σε αυτές το εν λόγω διάστημα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Source link