Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, ο Διονύσης Σαββόπουλος, στα 80 του χρόνια, παρουσιάζει μια ειλικρινή και βαθιά εξομολογητική αφήγηση της ζωής του.
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και με τον ξεχωριστό τρόπο γραφής του, ο Διονύσης Σαββόπουλος γοητεύει και ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Κάνει έναν γενναίο απολογισμό στη ζωή του, χωρίς να διστάσει να κάνει την αυτοκριτική του, να μιλήσει για τις αδυναμίες και τα λάθη του και να ζητήσει συγγνώμη σε όσους πλήγωσε με τη συμπεριφορά του.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος παραδέχεται μετανιωμένος ότι χαστούκιζε τα παιδιά του όταν ήταν μικρά. «Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι. Μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα μα διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες…”. Τα μάλωνα κι από πάνω, ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου.
(…) Ναι αλλά δεν ανέχομαι τους θορύβους. Ο θόρυβος με τρελαίνει. Μια φορά θύμωσα που έκανε φασαρία το παιδί στην αυλή και δεν με άφηνε να δουλέψω. Φώναξα να μου φέρει το ποδηλατάκι του επάνω και το πήρα και το πέταξα με λύσσα κάτω στην αυλή. Ύστερα του ζήτησα να το ξαναφέρει πάνω κι εγώ το ξαναπέταξα κάτω αφρίζοντας. Ίδιος ο σατανάς.
Το παιδί είχε βουβαθεί. Με κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα και τρομαγμένα. Το μετάνιωσα βέβαια. Μικρό παιδάκι ήταν. Του είπα: “Συγγνώμη παιδί μου, θα το φτιάξουμε το ποδηλατάκι, μη στεναχωριέσαι”. Με κοίταζε σαν να μην καταλάβαινε τι σόι πλάσμα ήταν ο μπαμπάς του. Τέτοια καφρίλα δεν την ξανάκανα. Αλλά τι να το κάνεις; Μ’ αυτά και μ’ αυτά το κακό είχε γίνει.
Χρόνια μετά, όταν τελείωσε τις σπουδές του, πήγαμε να φάμε οι δυο μας στο «Ιντεάλ», στην Πανεπιστημίου, να τα πούμε λιγάκι. Του είπα:
– Συγχώρεσέ με γιε μου, σε παρακαλώ, για τότε που ήσουν μικρός, και σε χτύπησα ή σε πρόσβαλλα με τα λόγια μου.
– Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ… Είπε κι έστριψε αλλού το βλέμμα του λυπημένα.
Μια άλλη φορά σε Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι με τα δύο αγόρια, τις κοπέλες τους και κανά-δυο στενούς συγγενείς, όλο χαρές και τσουγκρίσματα, μου ’ρθε να το εξομολογηθώ δημόσια, να το βγάλω από πάνω μου ότι δεν ήμουν και τόσο καλός πατέρας, ότι με στεναχωρεί αυτό κι ότι μερικές φορές ήμουν σκληρός με τα παιδιά μου και τα απαξίωσα. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη γι’αυτό.
Όλοι σιώπησαν· Η νονά τους δάκρυσε.
Ο Κορνήλιος είπε: «Θα ήταν καλύτερα αυτά τα πράγματα να κουβεντιάζονται ιδιαιτέρως και σε πιο κατάλληλη στιγμή». «Συμφωνώ μ’ αυτό», είπε κι ο Ρωμανός. Δύσκολο πράγμα η συγχώρεση. Την πρώτη φορά στο «Ιντεάλ» κατάλαβα ότι δεν θα την έχω τόσο εύκολα. Και τη δεύτερη με έκαναν να ψάχνομαι μήπως βρήκα πάλι κόσμο μπροστά μου και είπα να δώσω άλλη μια παράσταση. Τη θέλω πολύ αυτή́ τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω.
Η συγγνώμη από τους μουσικούς του
(…) Έζησα μία ζωή με τους μουσικούς. Είναι η ευρύτερη οικογένεια μου. Είμαι και εγώ μέλος της μεγάλης, της ιστορικής συντεχνίας τους ·της ελληνικής τραγουδοποιίας. Έπαιξα με μουσικούς σπουδαίος, έπαιξα και με μέτριους. Με κακούς μουσικούς δεν έπαιξα, διότι δεν υπάρχουν κακοί μουσικοί. Δεν μπορείς να γίνεις μουσικός αν δεν το ‘χεις μέσα σου, γι’ αυτό και κακώς μουσικός δεν υπάρχει. Σαν άνθρωπος, βέβαια, δεν ξέρω… Μπορεί ένας μουσικός να είναι ψυχρός και ανάποδος – κι όμως, μόλις αρχίζει να παίζει, μεταμορφώνεται! Αυτά μας κάνει τέχνη. Ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο εγώ, ενίοτε φθονερά και μωροφιλοδοξία. Κι όμως, μόλις αρχίζουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε θαρρείς και ομορφαίνουμε.
(…) Να με συγχωρούν οι συνάδελφοι, αν κάποιες φορές τους έβαλα τις φωνές στην πρόβα, αν τους αδίκησα για τους πρόσβαλα ποτέ. Δεν το ‘θελα. Πνιγόμουν από την λαχτάρα μου για αυτό που ετοιμάζαμε. Ζητώ συγγνώμη από τον αγαπητό μου Βασίλη Χατζηνικολάου, αν τον πίεσα παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει. Φοβάμαι μήπως τον πρόσβαλα σε κάποιες πρόβες.
(…) Τώρα να μην ξεχάσω να ζητήσω συγγνώμη κι από έναν άλλον Βασίλη εκτός από τον Χατζηνικολάου, τον Βασίλη Πιερρακέα. Μου τον έφερε το 1990 η Λένα Πλάτωνος στην Ανδρομή στο «Zoom» στην Πλάκα. Ο Πιερρακέας ήταν τότε νέο παιδί, έπαιζε ηλκετρική κιθάρα, αλλά του ζήτησα να μάθει κλασική κιθάρα, γιατί την χρειαζόμουν για το πρώτο μέρος του προγράμματος. Το παιδί είχε τέτοιο ταλέντο και αντίληψη που μέσα σε μία εβδομάδα έπαιζε σαν σολίστας (….) Συνεργαστήκαμε από το 1990 στην Πλάκα, μέχρι τον «Κεραμεικό» το 2003. Ένα βράδυ του ’κανα παρατήρηση μπροστά στον κόσμο γιατί έπαιζε δυνατά. Τα πήρε κι έφυγε στο τέλος του προγράμματος. Δεν μου μιλάει έκτοτε, θα μου τα’χε μαζεμένα φαίνεται… Αλλά κι αυτός τόσα χρόνια έχουν περάσει, ακόμα μου το κρατάει; Ε, ας είναι καλά.
Ο Μανώλης Ρασούλης
(…) Μετά τη συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο ανέλαβα καλλιτεχνικός διευθυντής στη “Lyra”. Ξάφνου μια μέρα, έρχεται στο γραφείο ένα πρόσωπο με πορτοκαλί ρούχα, κομίζοντας μου μια επιστολή του Μανώλη, όπου μου ’κανε επίθεση. Δεν κατάλαβα γιατί. Μέσες άκρες ότι έγινε βεντέτα. Η επιστολή ήταν ένα παραλήρημα. Και τέλος πάντων, αφού μιλούσαμε, γιατί μου έστελνε με αγγελιοφόρο γράμμα ξαφνικά; Πολύ σουρεάλ, αλλά εγώ στράβωσα, δεν του απάντησα καν.
Κάποια χρόνια αργότερα, περίμενα στην Κρήτη, στον Άγιο Νικόλαο, το καραβάκι για να περάσω απέναντι στη Σπιναλόγκα, όπου είχα συναυλία, και 10 μέτρα από εμένα βλέπω τον Μανώλη να μου χαμογελάει γλυκά και με πολύ ζεστό βλέμμα. Αντιχαιρέτησα ψυχρά, με κλίση της κεφαλής. Γιατί δεν έκανα δύο βήματα να του χαμογελάσω κι εγώ, να του πω: “Τι έπαθες βρε παλαβέ; Τι συμβαίνει μ’ εσένα;”. Άλλη μια τσιγκουνιά μου κι αυτή. Με καβαλάει ο διάολος ώρες ώρες. Ήμασταν φίλοι απ’ το 64’, τον βοήθησα στα πρώτα του βήματα, σ’ εμένα βρήκε να επιτεθεί; Δεν τον ξαναείδα. Ταξίδεψε στο εξωτερικό κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Διάβαζα που και που άρθρα του στον Τύπο, κάπως παραληρηματικά. Φαρμακώθηκα όταν έμαθα ότι πέθανε ολομόναχος. Έχασα την ευκαιρία τότε στην Κρήτη ο ηλίθιος ν ’αγκαλιαστούμε πάλι…
Ο Θάνος Μικρούτσικος
(…) Ούτε στο Θάνο Μικρούτσικο ήμουν εντάξει. Είχε πει ο Θάνος κάτι κουβέντες για μένα στα Νέα που με στεναχώρησαν, θύμωσα πάρα πολύ και του ‘κόψα την καλημέρα. Περνούσε δίπλα μου και έστριβα το κεφάλι. Έκανε κάποιες προσπάθειες προσέγγισης, με κάλεσε στο φεστιβάλ της Πάτρας, όπου ήταν διευθυντής· πήγα, έπαιξα, τον ίδιο όμως δεν τον χαιρέτησα, γαϊδουριά μου βέβαια. Το ’87 έκανα στην τηλεόραση το “Ζήτω” και του τηλεφώνησα για την εκπομπή της Καθαράς Δευτέρας να παίξουμε και να ντυθούμε ο ένας Γκοτζίλα και ο άλλος Κινγκ Κονγκ. Ο άνθρωπος, δικαιολογημένα, μου ζήτησε να εξηγηθούμε πρώτα επί προσωπικού και μετά να γίνει το γύρισμα. Δεν το θεώρησα απαραίτητο και τ’ άφησα έτσι. Ώσπου αυτή στριφνά μου άρχισε να με ενοχλεί κι εμένα, και σε μία κοινωνική εκδήλωση πήγα και του μίλησα και πιάσαμε λίγη κουβέντα σαν να μην τρέχει τίποτα μπροστά ήταν, από ό,τι θυμάμαι, η Δήμητρα Γαλάνη με ένα μισογελάκι ανακούφισης, επειδή είχαμε γίνει πια θέμα κουτσομπολιού στην πιάτσα τόσα χρόνια και εγώ ανακουφίστηκα, αλλά δεν το προχώρησα, δεν το καλλιέργησα παραπάνω, ενώ ο Θάνος ήρθε σπίτι μου, έφερε δίσκους του, σε μία περίπτωση ζήτησε να συνεργαστούμε, εγώ δεν ανταποκρίθηκα. Τι τσιγκουνιά ήταν αυτή εκ μέρους μου; Αυτό έγινε, πολύ λυπάμαι.
«Κοπάνησα την κιθάρα κι έφυγα έξαλλος»
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του, ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλά για τη μέρα που εκνευρίστηκε γιατί του πέταξαν λουλούδια, έσπασε την κιθάρα του από τα νεύρα του και έφυγε από το μαγαζί…
«(…) Επειδή όμως η επιτυχία είναι επιτυχία, με θέλανε τώρα και τα μαγαζιά της παραλίας. Συμφώνησα με τα «Δειλινά» του Μιχαηλίδη. Θα παίζαμε με το γκρουπ μου κάθε Δευτέρα όλο το καλοκαίρι. Είπαμε όμως όχι λουλούδια και πανέρια, όχι μαχαιροπίρουνα. Όλα πήγανε καλά και την πρώτη και την επόμενη Δευτέρα. Την μεθεπόμενη Δευτέρα όμως, εκεί που έπαιζα κιθάρα, ανεβαίνει στο πάλκο η λουλουδού με το πανέρι στο χέρι και με το άλλο μου δείχνει μεγαλοπρεπώς το τραπέζι των θαυμαστών που μου τα στέλνανε. Της έκανα νοήματα να φύγει και κατέβηκε από το πάλκο, αλλά μετά από λίγο ξαναέρχεται κι εκεί που ήμουν σκυμμένος πάνω από την κιθάρα και τραγουδούσα όλο πάθος, με καπελώνει με τα λουλούδια και το πανέρι. Έγινα έξαλλος· κοπάνησα την κιθάρα στο δάπεδο, κομμάτια την έκανα.
Σταμάτησα το πρόγραμμα, έφυγα και δεν ξαναγύρισα. Αλλά ο Μιχαηλίδης μου έκανε μήνυση για αθέτηση συμβολαίου, αποθεματική ζημιά, διαφυγόντα κέρδη, και, και, και… Ο δικαστής με κοίταζε με μισό μάτι. “Μα λουλουδάκια σου πετάξανε, τι σε πείραξε;” είπε και με καταδίκασε να αποζημιώσω το αφεντικό με 100.000 δραχμές. Δεν ήταν λίγα τότε, και πάντως δεν τα είχα, οπότε ήρθανε κλητήρες σπίτι και καταγράφανε τα έπιπλα και κάτι πίνακες φίλων ζωγράφων, να εντολή κατάσχεσης. Τελικά κανονίσαμε εξωδικαστικά να το πληρώσω με δόσεις. Ο θεός να μας φυλάει από τα σουξέ».
Source link